-
1 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
2 я
я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα* * *(меня, мне, мной, мною, обо мне)я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω
у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…
для меня́ — για μένα
да́йте мне... — δώστε μου…
э́то мне? — είναι για μένα
э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα
возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας
он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου
он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα
-
3 ещё
ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!* * *в разн. знач.ακόμα, ακόμηмы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…
я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος
ещё вчера́ — ακόμα και χτες
да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη
••ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!
-
4 этот
эт||от1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:\этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο. -
5 какой-либо
какой-либомест. см. какой-нибудь1. какой-нибудь мест, неопр.1. (тот или иной) ἔνας, κάποιος, ὁποιοσδήποτε:Да́йте мне какую-нибудь книгу δώστε μου κανένα βιβλίο·2. (перед числительным) περίπου, ἐπάνω-κάτω:осталось каких-нибудь 15 рублей ἐμειναν περίπου 15 ρούβλια. -
6 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
7 кланяться
кланяться 1) υποκλίνομαι χαιρετώ (приветствовать) 2): \кланятьсяйтесь ему от меня δώστε του τους χαιρετισμούς μου* * *1) υποκλίνομαι; χαιρετώ ( приветствовать)2)кла́няйтесь ему́ от меня́ — δώστε του τους χαιρετισμούς μου
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
ματσάκι — (I) το [μάτσο] (μόνο στην ονομ. και αιτ. εν. και πληθ.) μικρό μάτσο, μικρή δέσμη («δώστε μου, παρακαλώ, ένα ματσάκι μαϊδανό»). (II) το [ματς (Ι)] πρόχειρα οργανωμένος αγώνας, ματς … Dictionary of Greek
πακέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κουτί από χαρτόνι: Δώστε μου ένα πακέτο τσιγάρα. 2. συσκευασία πραγμάτων σε δέμα σχετικά μικρό: Κατά τις μέρες των εκπτώσεων οι γυναίκες είναι φορτωμένες με πακέτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… … Dictionary of Greek
Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos, … Wikipedia